- ἐπικαταλάβῃ
- ἐπικαταλαμβάνωfollow and catch upaor subj mp 2nd sgἐπικαταλαμβάνωfollow and catch upaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαταλαμβάνω — ἐπικαταλαμβάνω (AM) ακολουθώντας κάτι τό καταλαμβάνω, τό προφθάνω αρχ. 1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.) 2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω 3. γραμμ. παθ.… … Dictionary of Greek